- αριστοφάνειος
- -α, -ο (Α ἀριστοφάνειος, -ον)νεοελλ.1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοφάνη2. ο σκωπτικός, ο αθυρόστομος, ο βωμολόχοςαρχ.«ἀριστοφάνειον μέτρον» — το αναπαιστικό τετράμετρο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Ἀριστοφάνειος — of Aristophanes masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριστοφάνειος — α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αρχαίο κωμικό ποιητή Αριστοφάνη, καυστικός ή βωμολοχικός: Οι βωμολοχίες στην κωμωδία αυτή ξεπερνούν και τις αριστοφάνειες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἀριστοφανείων — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes fem gen pl Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφάνειον — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc acc sg Ἀριστοφάνειος of Aristophanes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφανείοις — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφανείου — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφανείῳ — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀριστοφάνεια — Ἀριστοφάνειος of Aristophanes neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψευδαριστοφάνειος — ον, Α αυτός που εσφαλμένα αποδίδεται στον Αριστοφάνη ή αυτός που προσποιείται ότι είναι οπαδός ή μιμητής τού Αριστοφάνους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Ἀριστοφάνειος] … Dictionary of Greek